ἐκκάμνω

ἐκκάμνω
ἐκκάμνω,
A grow quite weary of a thing,

τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51

: c. part.,

πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8

, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37 ;

ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max.

Tyr.29.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκκάμνω — ἐκκάμνω (Α) 1. καταπονοῡμαι, απαυδώ 2. γίνομαι άχρηστος ή ακατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • ἐξέκαμνον — ἐκκάμνω grow quite weary of imperf ind act 3rd pl ἐκκάμνω grow quite weary of imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμον — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd pl ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμεῖν — ἐκκάμνω grow quite weary of aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμῇ — ἐκκάμνω grow quite weary of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμόντες — ἐκκάμνω grow quite weary of aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμών — ἐκκάμνω grow quite weary of aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμε — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμεν — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκάμνω — Α εκτελώ, κατορθώνω κάτι με κόπο μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκάμνω «προσπαθώ, καταπονούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”